κενόσπουδος — zealous about frivolities masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοσπούδως — κενόσπουδος zealous about frivolities adverbial κενόσπουδος zealous about frivolities masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενόσπουδον — κενόσπουδος zealous about frivolities masc/fem acc sg κενόσπουδος zealous about frivolities neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοσπούδου — κενόσπουδος zealous about frivolities masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενόσπουδα — κενόσπουδος zealous about frivolities neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακενόσπουδος — ἀκενόσπουδος, ον (Α) [κενόσπουδος] αυτός που αποφεύγει τις μάταιες ασχολίες, που δεν είναι αργόσχολος … Dictionary of Greek
κενοσπουδία — κενοσπουδία, ἡ (Α) [κενόσπουδος] η ασχολία με μάταια και μηδαμινά πράγματα … Dictionary of Greek
κενοσπουδώ — κενοσπουδῶ έω (Α) [κενόσπουδος] ασχολούμαι με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα … Dictionary of Greek
μικροκενόσπουδος — μικροκενόσπουδος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με μικρά πράγματα, που κατατρίβεται με μηδαμινά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κενόσπουδος] … Dictionary of Greek
ՍՆԱՎԱՍՏԱԿ — ( ) NBH 2 0724 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 12c, 13c ա. κενόσπουδος rebus inanibus studens եւ բայիւ κενοδοκέω laborem inutilem suscipio. Որ ʼի սնոտիս վաստակի. ʼի դերեւ ելեալ ʼի վաստացոց. եւ Յոր ինչ լինի ʼի զուր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)