κενόσπουδος

κενόσπουδος
-η, -ο (Α κενόσπουδος, -ον)
αυτός που ασχολείται με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα, ματαιόσπουδος, ματαιόσχολος, αεροκόπος
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ κενόσπουδα
τα αντικείμενα απλής περιέργειας.
επίρρ...
κενοσπούδως (Α)
με κενή, μάταιη σπουδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -σπουδος (< σπουδή < σπεύδω), πρβλ. καινό-σπουδος, φιλό-σπουδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κενόσπουδος — zealous about frivolities masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενοσπούδως — κενόσπουδος zealous about frivolities adverbial κενόσπουδος zealous about frivolities masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενόσπουδον — κενόσπουδος zealous about frivolities masc/fem acc sg κενόσπουδος zealous about frivolities neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενοσπούδου — κενόσπουδος zealous about frivolities masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενόσπουδα — κενόσπουδος zealous about frivolities neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακενόσπουδος — ἀκενόσπουδος, ον (Α) [κενόσπουδος] αυτός που αποφεύγει τις μάταιες ασχολίες, που δεν είναι αργόσχολος …   Dictionary of Greek

  • κενοσπουδία — κενοσπουδία, ἡ (Α) [κενόσπουδος] η ασχολία με μάταια και μηδαμινά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • κενοσπουδώ — κενοσπουδῶ έω (Α) [κενόσπουδος] ασχολούμαι με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • μικροκενόσπουδος — μικροκενόσπουδος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με μικρά πράγματα, που κατατρίβεται με μηδαμινά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κενόσπουδος] …   Dictionary of Greek

  • ՍՆԱՎԱՍՏԱԿ — ( ) NBH 2 0724 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 12c, 13c ա. κενόσπουδος rebus inanibus studens եւ բայիւ κενοδοκέω laborem inutilem suscipio. Որ ʼի սնոտիս վաստակի. ʼի դերեւ ելեալ ʼի վաստացոց. եւ Յոր ինչ լինի ʼի զուր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”